μύξαν

μύξαν
μύξᾱν , μύξα
discharge from the nose
fem acc sg (doric aeolic)
μύζω
make the sound
aor part act neut nom/voc/acc sg
μύζω
make the sound
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • μύσπα — μύσπα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύξαν, οἱ δὲ τὸ μυὸς τρόπον ἀναστρέφεσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”